αβανταδόρικος

αβανταδόρικος
-η, -ο [αβανταδόρος]
αυτός που χαρακτηρίζει τον αβανταδόρο ή που ταιριάζει σ’ αυτόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αβανταδόρος — ο (θηλ. α και ισσα) 1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι 2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή τού πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές 3. γενικά, όποιος ζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”